Ο θρυλικός Γιώργος Κολοκυθάς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών, αφήνοντας πιο φτωχό το ελληνικό μπάσκετ και τον ελληνικό αθλητισμό. Ένας μπασκετμπολίστας που προηγήθηκε της εποχής του, που μπορούσε να βάλει καλάθι με οποιονδήποτε τρόπο, ένας μύθος του αθλήματος που όσοι τον είχαν δει να παίζει, πρώτα με τον Σπόρτιγκ και μετέπειτα στον Παναθηναϊκό, αλλά και στην Εθνική ομάδα είχαν να λένε πως τέτοιο ταλέντο δεν ξαναβγήκε παρά μόνο όταν εμφανίστηκαν στην Ελλάδα, ο Νίκος Γκάλης και ο Παναγιώτης Γιαννάκης!
Ο «μύτος» όπως ήταν το παρατσούκλι του, μιλούσε στη μπάλα. Παρόλο που δεν αγαπούσε ιδιαίτερα την προπόνηση, είχε... στενή επαφή με το καλάθι και παρότι τότε η διαφορά των Ελλήνων παικτών με τους ξένους έμοιαζε χαώδης, αυτός έδειχνε να τους συναγωνίζεται επάξια.
Η μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό το 1966, δημιούργησε την πρώτη μεγάλη ομάδα των Πρασίνων, που έσπασαν την κυριαρχία της ΑΕΚ στο τέλος της δεκαετίας του 60 και κατέκτησαν τέσσερα πρωταθλήματα.
Στην πρώτη του σεζόν με το τριφύλλι, σημείωσε 51π σε ένα αγώνα που είναι και το ατομικό του ρεκόρ στην Α Εθνική. Το πόσο μεγάλος σκόρερ είναι, άλλωστε, το είχε δείξει με τη φανέλα του ιστορικού Σπόρτιγκ, με τον οποίο αναδείχθηκε δυο φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Ο Κολοκυθάς μπορούσε να παίξει το ίδιο καλά, τόσο μακριά όσο και κοντά στη ρακέτα, γιατί διέθετε εκπληκτικά αλτικά προσόντα. Παρότι δεν ήταν πολύ ψηλός (1.95) δεν δίσταζε να τα βάζει με ψηλότερους αντιπάλους λειτουργώντας ουσιαστικά από τη θέση 4.
Τα κατορθώματά του ήταν ανάλογα και με την Εθνική Ομάδα, με την οποία αγωνίστηκε 90 φορές και είχε μέσο όρο πόντων 20.08. Μόνο ο Νίκος Γκάλης στην μακρόχρονη διαδρομή των παικτών που φόρεσαν τα γαλανόλευκα κατάφερε να τον ξεπεράσει σε αποτελεσματικότητα, έχοντας (στους 168 αγώνες που έπαιξε με την Εθνική) μ.ο 30.5 π!
Οι εμφανίσεις του το 1967 και το 1969 στα Ευρωμπάσκετ του Ελσίνκι και της Καζέρτα ήταν συγκλονιστικές, καθώς αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης, κάτι που για την εποχή έμοιαζε και ήταν ένας πραγματικός άθλος.
Ίσως το κορυφαίο του παιχνίδι να ήταν αυτό εναντίον της Ισπανίας το 1967, όταν σημείωσε 43π στην προσπάθεια του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος να νικήσει (έχασε τελικά με 99-95). Αυτό είναι και το ατομικό ρεκόρ του με το εθνόσημο στο στήθος και το πέτυχε μια ακόμη φορά, κόντρα στην Β Βουλγαρίας στο βαλκανικό πρωτάθλημα του 1966 στη νίκη της Εθνικής με 91-90.
Είναι αδιανόητο για τη νέα γενιά του μπασκετικού και μη πληθυσμού να συνειδητοποιήσουμε το εύρος των μπασκετικών κατορθωμάτων του Γιώργου Κολοκυθά. Ωστόσο, ο «μύτος» φρόντισε να αφήσει πίσω του βαριά κληρονομιά, που σύσσωμο το μπασκετικό κοινό σήμερα βλέπει και θαυμάζει. Και όλα αυτά, ενώ το ελληνικό μπάσκετ τότε δεν είχε τη δυναμική που έχει τώρα, οι διεθνείς διοργανώσεις ήταν λίγες και η δυνατότητα των παικτών να αγωνιστούν σε διεθνές επίπεδο ελάχιστες.
Ιδιαίτερα αγαπητός σε συμπαίκτες και αντιπάλους ο «μύτος» ήταν ένας πραγματικός μποέμ, απόλαυσε τη ζωή μέχρι το μεδούλι και σταμάτησε την ενεργό δράση αρκετά μικρός (σε ηλικία 28 ετών) λόγω προβλημάτων στο γόνατό του.
Τα τελευταία χρόνια ο Γ.Κολοκυθάς ήταν γενικός αρχηγός της Εθνικής Ομάδας. Το 2005 στο Βελιγράδι, δεν άντεχε το σασπένς των αγώνων και πολλές φορές άναβε το πούρο του και έφευγε από το γήπεδο, κάνοντας βόλτες στη γέφυρα του Δούναβη. Εκτιμούσε πολύ τον Παναγιώτη Γιαννάκη και η παρουσία του έμοιαζε να συνδέει όλες τις γενιές του ελληνικού μπάσκετ.
Το χιούμορ του ήταν ανεξάντλητο και οι δηλητηριώδεις ατάκες του, λειτουργούσαν σαν αγχολυτικό στην μεγάλη πορεία προς το χρυσό μετάλλιο. Ένα χρόνο αργότερα, στη μακρινή Ιαπωνία έκανε τα... ίδια και χειρότερα! Δεν ξεχνούσε τους παλιούς του φίλους στα Πατήσια, ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη.
Πέρσι είχε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, που δεν του επέτρεψε να ταξιδέψει μέχρι το Καράκας. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει το πρωί του Σαββάτου, αφήνοντας πίσω του ένα μύθο που δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου